- βελτίων
- βελτί̱ων , βελτίωνbettermasc/fem nom comp sgβελτιόωimproueimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)βελτιόωimproueimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βελτίων — ον βελτίων, ον (AM) (συγκρ. του αγαθός*) καλύτερος, προτιμότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος] … Dictionary of Greek
βελτιῶν — βελτιόω improue pres part act masc voc sg (doric aeolic) βελτιόω improue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) βελτιόω improue pres part act masc nom sg βελτιόω improue pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… … Dictionary of Greek
βελτίον' — βελτί̱ονα , βελτίων better neut nom/voc/acc comp pl βελτί̱ονα , βελτίων better masc/fem acc comp sg βελτί̱ονι , βελτίων better dat comp sg βελτί̱ονε , βελτίων better nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίω — βελτί̱ω , βελτίων better neut acc comp pl βελτί̱ω , βελτίων better neut nom comp pl βελτί̱ω , βελτίων better masc/fem acc comp sg βελτιόω improue pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βελτιόω improue imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιος — βέλτιος, α, ον (Μ) βελτίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του βελτίων] … Dictionary of Greek
βελτιοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος γίνεται ή μπορεί να γίνει καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελτίων + δοξία < δοξος < δόξα. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. meliorism < λατ. melior «βελτίων»)] … Dictionary of Greek
βελτίονα — βελτί̱ονα , βελτίων better neut nom/voc/acc comp pl βελτί̱ονα , βελτίων better masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίους — βελτί̱ους , βελτίων better masc/fem nom/acc comp pl βελτί̱ους , βελτίων better masc/fem acc pl βελτιόω improue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιον — βέλτῑον , βελτίων better masc/fem voc comp sg βέλτῑον , βελτίων better neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)